- σπεκλάριον
- τὸ, Αείδος στιλπνού σχιστολίθου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέκλον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπεκλάριον — speculararius neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπεκλαρίου — σπεκλάριον speculararius neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφανος — η ο και διαφανής, ές (ΑΝ) 1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του 2. διαυγής, καθαρός αρχ. 1. κατακόκκινος από πυράκτωση 2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο 3. σαφής, ευκρινής, φανερός 4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος… … Dictionary of Greek